επαρχιώτικες

επαρχιώτικες
η , ο , επαρχιώτικεςός, ή , ό[ν]
1) относящийся к епар- хии; 2) провинциальный;

επαρχιώτικες χαρακτήρας — провинциальность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επαρχιώτικες" в других словарях:

  • επαρχιώτικος — ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο [επαρχιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη 2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες») …   Dictionary of Greek

  • επαρχιωτικός — επαρχιωτικός, ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο 1. που είναι της επαρχίας ή του επαρχιώτη: Επαρχιώτικες εφημερίδες. 2. που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο των επαρχιωτών, χωριάτικος: Επαρχιώτικο ντύσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»